ένσφαιρος

ένσφαιρος
-η, -ο
αυτός που περιέχει σφαίρα («ἔνσφαιρα φυσίγγια», «ένσφαιρα πυρά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού 'Αγγέλου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ένσφαιρος — η, ο 1. που έχει σφαίρα ή βλήμα, που έχει γόμωση: Ένσφαιρα φυσίγγια. 2. που γίνεται με σφαίρα ή βλήμα: Γυμνάσια με ένσφαιρα πυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • τριβέας — ο / τριβεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται 2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • άσφαιρος — η, ο αυτός που δεν περιέχει σφαίρα, βόλι, μπάλα (αντίθ. ένσφαιρος, η, ο): Οι ασκήσεις των στρατιωτών τη μέρα εκείνη γίνονταν με άσφαιρα πυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”